- τρεφουργία
- τρεφουργία, ἡ,A rearing, Greg.Cor. in Hermog.Meth. in Rh.7(2).1126 W. (example of a παράδοξος λέξις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρεφουργία — ἡ, Α ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω / τρέφος + ουργία (< ουργός*)] … Dictionary of Greek